- ενθηκεύω
- μετ. вложить в (футляр, коробку; зачехлить; вложить в ножны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενθηκεύω — τοποθετώ μέσα σε θήκη, περικλείω, περιβάλλω με θήκη … Dictionary of Greek